- εὐμίτοις
- εὔμιτοςwith fine threadsmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύμιτος — εὔμιτος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίες κλωστές («ὕφηνα καὶ τόδ εἶδος εὐμίτοις πλοκαῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μίτος «κλωστή, νήμα»] … Dictionary of Greek